Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῠς σίαλος

См. также в других словарях:

  • συς — ο, η / σῡς, υός, ΝΑ (στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) χοίρος, γουρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῦ ανήκει στην ίδια οικογένεια με το συνώνυμο ὗς (για ετυμολ. βλ. λ. ὗς) και χρησιμοποιείται κυρίως στον Όμ. αντί τού συνηθέστερου για την αρχ. γλώσσα ὗς. Προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • σίκα — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὗς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σίαλος* και σῦς*]. (II) το, Ν ζωολ. κοινή ξένη ονομασία τού δασόβιου ελαφιού τής Άπω Ανατολής Cervus nippon, το οποίο θεωρούσαν ιερό στην Ιαπωνία και τού οποίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»